-
1 προκαλυπτω
покрывать, закрыватьπ. πέπλων ὑφάς Eur. — закрывать (упавшего друга) тканью своей одежды;προὐκαλύψατ΄ ὄμματα Eur. — она закрыла себе глаза (покрывалом);προκεκαλυμμένος τι Plat. — закрытый чем-л.
См. также в других словарях:
προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… … Dictionary of Greek