Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἥλιον νεφέλη προκαλύψασα

См. также в других словарях:

  • προκαλύπτω — ΝΑ [καλύπτω] κρεμώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο ως κάλυμμα νεοελλ. 1. προφυλάγω κάτι αποκρύβοντάς το 2. στρ. προφυλάσσω, υπερασπίζω κάτι με προκάλυψη αρχ. 1. μέσ. προκαλύπτομαι α) βάζω επάνω μου κάτι ως κάλυμμα («πέπλων... προυκαλύπτετ εὐπήνους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»